- ποιησάμενα
- ποιέωmakeaor part mid neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποιησαμένα — ποιησαμένᾱ , ποιέω make aor part mid fem nom/voc/acc dual ποιησαμένᾱ , ποιέω make aor part mid fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιησαμένας — ποιησαμένᾱς , ποιέω make aor part mid fem acc pl ποιησαμένᾱς , ποιέω make aor part mid fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύνη — Αμυντικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα οι κυνηγοί άγριων ζώων. Επρόκειτο για ένα χοντρό ατρακτοειδές ρόπαλο, επενδεδυμένο με μέταλλο, χαλκό ή σίδερο. Αργότερα εξελίχθηκε σε πολεμικό όπλο, ανάλογο με αυτό που χρησιμοποιούσαν… … Dictionary of Greek